ομοιώνω

ομοιώνω
(ΑΜ ὁμοιῶ, -όω) [όμοιος]
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι όμοιο, σύμφωνο με κάποιον ή με κάτι άλλο, εξομοιώνω («τοῑς μὲν πεπλασμένοις καὶ τοῑς γεγραμμένοις οὐδεὶς ἄν τὴν τοῡ σώματος φύσιν ὁμοιώσειε», Ισοκρ.)
2. θεωρώ κάποιον ή κάτι όμοιο με κάποιον ή με κάτι άλλο, παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω («τίνι ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην», ΚΔ)
αρχ.
1. είμαι ή γίνομαι όμοιος με κάποιον, ομοιάζω
2. προσαρμόζω ή προσαρμόζομαι, κάνω ή γίνομαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι (α. «[ὁ πόλεμος] τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν πρὸς τὰ παρόντα ὁμοιοῑ», Θουκ.
β. «ὁμοιοῡμαι τοῑς βουλήμασιν ἐκείνου», Ισοκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”